Λάπωνες

Λάπωνες
(λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της Σκανδιναβίας μέχρι τη χερσόνησο Κόλα. Διαφέρουν μορφολογικά από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές εθνικές ομάδες και θεωρούνται ιδιαίτερη φυλή από πολλούς επιστήμονες. Χαρακτηρίζονται από χαμηλό ανάστημα (μέσος όρος 1,53 μ.), ευτραφές σώμα, κιτρινωπό δέρμα, σκούρα, λεία και λεπτά μαλλιά, πλατύ πρόσωπο και βραχυκέφαλο κρανίο, με πλατιά μύτη, κοντή και στραμμένη προς τα επάνω. Σύμφωνα με μερικούς ανθρωπολόγους, θα μπορούσαν να θεωρηθούν συγγενείς με τους Σαμογέτες, ενώ κατά την άποψη άλλων αποτελούν παρακλάδι της αλπικής φυλής. Σήμερα οι Λ., των οποίων η εθνική ονομασία είναι Σάμι, έχουν αποκτήσει τα ήθη των Σκανδιναβών και των Φιλανδών, αν και πολλοί ζουν ακόμα νομαδική ή ημινομαδική ζωή, ασχολούμενοι κυρίως με την εκτροφή ταράνδων. Οι Λ. της Φιλανδίας και της Ρωσίας ζουν σε μόνιμες εγκαταστάσεις και ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι εκτροφείς ταράνδων διατηρούν ακόμα την κινητή κωνική σκηνή, που αποτελείται από λεπτούς πασσάλους ενωμένους στην κορυφή και η οποία καλύπτεται από δέρματα ταράνδων ή μάλλινο ύφασμα, ενώ οι μόνιμα εγκατεστημένοι κατασκευάζουν χειμερινές κατοικίες σκεπασμένες από φλοιούς δέντρων, κλαδιά και λάσπη. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το έλκηθρο, το οποίο, αντίθετα με εκείνο που χρησιμοποιούν οι πληθυσμοί των αρκτικών περιοχών, έχει τη μορφή βάρκας (πούλκα). Χαρακτηριστικά της πατροπαράδοτης ενδυμασίας τους είναι τα ψηλά, μυτερά υποδήματα και ο τρίκοχος σκούφος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι χριστιανοί λουθηρανοί ή ορθόδοξοι, ανάλογα με την επίδραση που έχουν υποστεί (σκανδιναβική ή ρωσική). Διατηρούν επίσης σε μεγάλο βαθμό τον σαμανισμό, καθώς και τη λατρεία των προγόνων και της αρκούδας, αν και με παραλλαγμένη μορφή. λαπωνικές διάλεκτοι. Οι λαπωνικές διάλεκτοι ανήκουν στην ουγγροφινική γλωσσική οικογένεια και ομιλούνται από περίπου 33.000 άτομα στις βόρειες ζώνες της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Φιλανδίας και της χερσονήσου Κόλα (Ρωσία). Υπάρχουν ανθρωπολογικές διαφορές που διαχωρίζουν τους Λ. από τα άτομα άλλων πληθυσμών που μιλούν ουγγροφινικές γλώσσες. Πιθανότατα, μιλούσαν αρχικά μια γλώσσα ουγγροφινικού τύπου και αργότερα (σίγουρα στο απώτατο παρελθόν, όταν ακόμα χαρακτηρίζονταν από εθνική ενότητα), την εγκατέλειψαν και υιοθέτησαν μια γλώσσα παρεμφερή με την πρωτοφινική. Οι σημερινές λαπωνικές διάλεκτοι που προήλθαν από τη γλώσσα αυτή παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες, παρά τον μικρό αριθμό αυτών που τις ομιλούν, ενώ έχουν διαδοθεί σε μια αρκετά εκτεταμένη περιοχή, που παλαιότερα εξαπλωνόταν ακόμα νοτιότερα. Η λαπωνική γλώσσα διαιρείται στις εξής κύριες διαλέκτους: λαπωνική της Νορβηγίας· λαπωνική της Σουηδίας· λαπωνική της Λούλεα (Σουηδία)· λαπωνική της Ιναρί (Φιλανδία)· λαπωνική της Κόλα (Ρωσία). Στις διαλέκτους αυτές υπάρχουν στοιχεία της νορβηγικής, της σουηδικής, της φιλανδικής και της ρωσικής γλώσσας, καθώς και ένας αριθμός λέξεων που αποτελούν δάνειο από τα αρχαϊκά γερμανικά· οι λέξεις αυτές διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την αρχική μορφή τους και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, καθώς βοηθούν στη διαπίστωση ορισμένων φωνητικών πλευρών της περιόδου που οι γερμανικές γλώσσες δεν διέθεταν γραπτή παράδοση. Οι Λάπωνες θεωρούνται συγγενείς των Σαμογετών, ενώ άλλοι ανθρωπολόγοι ισχυρίζονται ότι αποτελούν αρχαϊκή μορφή της αλπικής φυλής. Οι Λάπωνες ασχολούνται αποκλειστικά με την εκτροφή ταράνδων? στη φωτογραφία, τάρανδος σέρνει το έλκηθρο που χρησιμοποιείται για τουριστικές περιηγήσεις (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Λαπωνία — I (νορβηγ. Lapland, σουηδ. Lappland, φιλανδ. Lappi ή Saamiland, ρωσ. Laplandiya). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (388.350 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης (Φινοσκανδίας). Βρέχεται από τη Νορβηγική θάλασσα (Ατλαντικός ωκεανός) στα Δ και από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Sami people — For other uses, see Sami (disambiguation). Samis redirects here. For the Samis Foundation, see Sam Israel. Sámi Mari Boine • Lars Levi Læstadius • Lisa Thomasson • …   Wikipedia

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”